παρανομία

παρανομία
παρανομία, ας, ἡ (Thu.+; Diod S 20, 101, 2 [punished by a deity]; PSI 222, 6; BGU 389, 8; POxy 1119, 8; 10; 18; LXX, Test12Patr; ApcMos 21; Philo; Jos., Bell. 1, 226, Ant. 3, 314; Ath., R. 23 p. 76, 8) lawlessness, evil-doing ἔλεγξιν ἔχειν ἰδίας π. be rebuked for his evil-doing 2 Pt 2:16 v.l. (for παραφρονίαν).—DELG s.v. νέμω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρανομία — παρανομίᾱ , παρανομία transgression of law fem nom/voc/acc dual παρανομίᾱ , παρανομία transgression of law fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίᾳ — παρανομίαι , παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομία — η 1. πράξη παράνομη, παράβαση νόμου: Η παρανομία είναι πράξη αντικοινωνική. 2. φυγή, παράνομη ζωή, η έξω από τη νομιμότητα δραστηριότητα: Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, πολλοί πατριώτες πέρασαν στην παρανομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανομία — η, ΝΜΑ [παράνομος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων τής ευπρέπειας ή τής τάξης, παράνομη πράξη νεοελλ. δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα αρχ. ως κύριο όν. Παρανομία η αδικία …   Dictionary of Greek

  • παρανομίας — παρανομίᾱς , παρανομία transgression of law fem acc pl παρανομίᾱς , παρανομία transgression of law fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαι — παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαν — παρανομίᾱν , παρανομία transgression of law fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομιῶν — παρανομία transgression of law fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομίαις — παρανομία transgression of law fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομί' — παρανομίαι , παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανομία — η (AM ἀνομία) [άνομος] 1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα 2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία 3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία νεοελλ. 1. αδικία 2. ατυχία, αναποδιά 3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”